φωνοκαρδιογραφία
Greek Monolingual
η, Ν ιατρ. μέθοδος εξέτασης της καρδιάς, που συνίσταται στην εγγραφή, υπό μορφή γραφικής παράστασης, τών καρδιακών ήχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonocardiography < φωνή + καρδιογραφία].
η, Ν ιατρ. μέθοδος εξέτασης της καρδιάς, που συνίσταται στην εγγραφή, υπό μορφή γραφικής παράστασης, τών καρδιακών ήχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonocardiography < φωνή + καρδιογραφία].