χελιδόνιο
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
το / χελιδόνιον, ΝΑ
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες της τάξης παπαβερώδη και περιλαμβάνει το είδος Chelidonium majus, το οποίο περιέχει δηλητηριώδη χυμό με φαρμακευτικές ιδιότητες, κν. χελιδόνι
αρχ.
χελιδονάκι, μικρό χελιδόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chelidonium)].