παπαβερίδες

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

οι
βοτ. η σημαντικότερη οικογένεια της τάξης τών παπαβερωδών.