χαλκέα

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

ἡ, Μ
είδος πρασινωπής σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -έα (πρβλ. ιτ-έα, συκ-έα). Το όν. της σαύρας προήλθε από το χρώμα του οξειδωμένου χαλκού].