χορταριάζω

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν χορτάρι
1. βγάζω χορτάρι, καλύπτομαι από χλόη
2. (για τοίχους, δέντρα, λίθους) καλύπτομαι από βρύα
3. (στην ποίηση) μένω έρημος («χορτάριασαν κι οι τάφοι εκείθε πέρα», Ζερβ.).