πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen
και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία)ο κάτοικος της Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος, καμπ-ήσιος)].