Ιθακήσιος

From LSJ
Revision as of 11:20, 19 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία)
ο κάτοικος της Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος, καμπ-ήσιος)].