ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
-η, -ο (AM ἄπλουτος, -ον)ο χωρίς πλούτοαρχ.φρ. «ἄπλουτος πλοῡτος» — ανώφελος, κακός (πρβλ. «άδωρα δώρα).