αθεϊσμός

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

ο
το φιλοσοφικό δόγμα που αρνείται την ύπαρξη θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άθεος + κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. atheisme].