Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
οτο φιλοσοφικό δόγμα που αρνείται την ύπαρξη θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άθεος + κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. atheisme].