ἀγχιστήρ

Revision as of 17:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who brings near, πάθους S.Tr.256.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φέρων πλησίον, ὁ ἐγγίζων (ἐνεργ. σημ.) μόνον παρὰ Σοφ. Τρ. 256, ἦ μὴν τὸν ἀγχιστῆρα τοῦδε τοῦ πάθους, τὸν πρόξενον τούτου τοῦ πάθους.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui est cause de.
Étymologie: ἄγχι.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
el que aporta, el que es causa de πάθους S.Tr.256, cf. Fr.Lex.III.

Greek Monotonic

ἀγχιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που φέρνει κοντά, άμεσος δράστης, σε Σοφ.