άμεσος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμεσος, -ον)
αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος)
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, που δεν επιδέχεται χρονοτριβή ή αναβολή, λίαν επείγων, επικείμενος
«άμεσος κίνδυνος», «άμεση ανάγκη»
2. αυτός που αποκτάται με τις αισθήσεις και μόνο
«άμεσος αντίληψη»
αρχ.
(για συλλογισμούς) αυτός, στον οποίο το συμπέρασμα εξάγεται χωρίς τη μεσολάβηση άλλης κρίσεως, από μία και μόνη προκείμενη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μέσος.
ΠΑΡ. αμεσότης (αρχ. ἀμεσότης) αμέσως].