ἀλλαντοπωλέω

Revision as of 17:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A deal in sausages, Ar.Eq.1242.

German (Pape)

[Seite 102] Wurst verkaufen, Ar. Eq. 1239.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλαντοπωλέω: πωλῶ ἀλλᾶντας, Ἀριστοφ. Ἱπ. 143, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vendre des saucissons.
Étymologie: ἀλλαντοπώλης.

Spanish (DGE)

vender morcillas ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην Ar.Eq.1242, ἐπὶ ταῖς πύλαις ἀλλαντοπωλήσει Ar.Eq.1398.

Greek Monotonic

ἀλλαντοπωλέω: μέλ. -ήσω, εμπορεύομαι αλλαντικά, σε Αριστοφ.