ἀλλαντοπωλέω

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλαντοπωλέω Medium diacritics: ἀλλαντοπωλέω Low diacritics: αλλαντοπωλέω Capitals: ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΕΩ
Transliteration A: allantopōléō Transliteration B: allantopōleō Transliteration C: allantopoleo Beta Code: a)llantopwle/w

English (LSJ)

deal in sausages, Ar.Eq.1242.

Spanish (DGE)

vender morcillas ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην Ar.Eq.1242, ἐπὶ ταῖς πύλαις ἀλλαντοπωλήσει Ar.Eq.1398.

German (Pape)

[Seite 102] Wurst verkaufen, Ar. Eq. 1239.

French (Bailly abrégé)

ἀλλαντοπωλῶ :
vendre des saucissons.
Étymologie: ἀλλαντοπώλης.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλαντοπωλέω: торговать колбасами Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλαντοπωλέω: πωλῶ ἀλλᾶντας, Ἀριστοφ. Ἱπ. 143, κτλ.

Greek Monotonic

ἀλλαντοπωλέω: μέλ. -ήσω, εμπορεύομαι αλλαντικά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[From ἀλλαντοπώλης
to deal in sausages, Ar.