ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ἁμερόκοιτος: Δωρ. ἀντὶ ἡμερόκοιτος.
ἁμερόκοιτος: Δωρ. αντί ἡμερόκοιτος.