βοσκητέον

Revision as of 18:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A one must feed, τὸν πατέρζ Ar.Av.1359.

Greek (Liddell-Scott)

βοσκητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θρέψῃ, βοσκήσῃ, τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1359.

Spanish (DGE)

hay que cebar, hay que alimentar τὸν πατέρα Ar.Au.1359.

Greek Monotonic

βοσκητέον: ρημ. επίθ. του βόσκω, κάποιος πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ.