βεβλήαται

Revision as of 18:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de βάλλω.

English (Autenrieth)

see βάλλω.

Greek Monotonic

βεβλήαται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του βάλλω.