ἄργιλλος
English (LSJ)
or ἄργῑλος (so
A Ἐφ.Ἀρχ. 1893.31 (Acarn.)), ἡ, (ἀργός A) white clay, potter's earth, Arist.Pr.890a26, Thphr.CP3.20.3, Opp.H. 4.658.
German (Pape)
[Seite 345] od. besser ἄργιλος, ὁ, weißer Thon (also von ἀργός), Töpfererde, argilla, Theophr.; Opp. H. 4, 656.
French (Bailly abrégé)
c. ἄργιλος.
Greek Monotonic
ἄργιλλος: ή ἄργῑλος, ἡ (ἀργός), λευκό χρώμα, το χρώμα που χρησιμοποιούν οι αγγειοπλάστες, σε Αριστ.