ἷγμαι

From LSJ
Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek (Liddell-Scott)

ἷγμαι: ἱγμένος, πρκμ. τοῦ ἱκνέομαι.

French (Bailly abrégé)

v. ἱκνέομαι.

Greek Monotonic

ἷγμαι: παρακ. του ἱκνέομαι· μτχ. ἱγμένος.