Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Menander, Monostichoi, 185Greek (Liddell-Scott)
ἷγμαι: ἱγμένος, πρκμ. τοῦ ἱκνέομαι.
French (Bailly abrégé)
v. ἱκνέομαι.
Greek Monotonic
ἷγμαι: παρακ. του ἱκνέομαι· μτχ. ἱγμένος.