ὀψιαίτερος

Revision as of 19:05, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.

Greek Monotonic

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.