περίσεπτος

Revision as of 19:25, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

η, ον,

   A much-revered, much-honoured, A.Eu.1038 (lyr.), Agathocl.2.

German (Pape)

[Seite 591] auch 3 Endgn, sehr verehrt, verehrungswürdig; καὶ τιμαῖς καὶ θυσίαις περίσεπται, Aesch. Eum. 990; Ath. VIII, 376 a.

Greek (Liddell-Scott)

περίσεπτος: -η, -ον, λίαν τετιμημένος, σεβάσμιος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1038 (ἐφθαρμένον χωρίον), Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vénéré.
Étymologie: περί, σέβομαι.

Greek Monolingual

-έπτη, -ον, Α σεπτός
εξαιρετικά σεπτός, πολύ τιμημένος, πολύ σεβάσμιος.

Greek Monotonic

περίσεπτος: -η, -ον, εξαιρετικά σεβαστός, αξιοσεβάσμιος, σε Αισχύλ.