μεμνέῳτο

Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. opt. pf. Pass. épq. de μιμνῄσκω.

English (Autenrieth)

see μιμνήσκω.

Greek Monotonic

μεμνέῳτο: Επικ. αντί μεμνῷτο, γʹ ενικ. ευκτ. Παθ. παρακ. του μιμνήσκω.