ἑέσσατο

Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

23ᵉ sg. ao. Moy. de ἕννυμι.

English (Autenrieth)

see ἕννῦμι.

Greek Monotonic

ἑέσσατο: γʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. αʹ του ἵζω.
ἑέσσατο: γʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. του ἕννυμι.