δύσβουλος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 677] schlecht berathen, auch δυσβούλευτος, E. M. p. 3.
Spanish (DGE)
-ον
mal intencionado, mal aconsejado Θῆβαι Orac.Sib.7.115, cf. Adam.1.6, Polem.Phgn.10
•subst. τὰ δύσβουλα malos consejos, malos acuerdos, Tz.Comm.Ar.2.523.22.
Greek Monotonic
δύσβουλος: -ον (βουλή), κακόβουλος.