συγκαταιρέω
English (LSJ)
A v. συγκαθαιρέω.
German (Pape)
[Seite 965] ion. statt συγκαθαιρέω, Her.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταιρέω: Ἰωνικ. ἀντὶ συγκαθαιρέω, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγκαθαιρέω.
Greek Monotonic
συγκαταιρέω: Ιων. αντί συγκαθαιρέω.