συγκαταιρέω

Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. συγκαθαιρέω.

German (Pape)

[Seite 965] ion. statt συγκαθαιρέω, Her.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταιρέω: Ἰωνικ. ἀντὶ συγκαθαιρέω, Ἡρόδ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συγκαθαιρέω.

Greek Monotonic

συγκαταιρέω: Ιων. αντί συγκαθαιρέω.