κειρύλος

From LSJ
Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

German (Pape)

[Seite 1412] ὁ, bei Ar. Av. 310 komische Verdrehung aus κηρύλος, Eisvogel, mit Anspielung auf κείρω.

Greek (Liddell-Scott)

κειρύλος: ἴδε ἐν λέξ. κηρύλος.

Greek Monolingual

κειρύλος, ὁ (Α)
βλ. κηρύλος.

Greek Monotonic

κειρύλος: ὁ, βλ. κηρύλος.