ἀνστρέψειαν: ποιητ. ἀντὶ ἀναστρέψειαν.
3ᵉ pl. ao. opt. de ἀναστρέφω.
see ἀναστρέφω.
ἀνστρέψειαν: ποιητ. αντί ἀνα-στρέψειαν.