ον, Ion. for ἄνοσος.
[Seite 242] = ἄνοσος, Od. 14, 255; Her. 1, 32.
ἄνουσος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἄνοσος.
épq. et ion. c. ἄνοσος.
(νοῦσος): without sickness, Od. 14.255†.
v. ἄνοσος.
ἄνουσος, -ον (Α)ιων. βλ. άνοσος.
ἄνουσος: -ον, Ιων. αντί ἄ-νοσος.