θράττω

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253

Greek (Liddell-Scott)

θράττω: Ἀττ. ἀντὶ θράσσω.

French (Bailly abrégé)

att. p. θράσσω.

Greek Monolingual

θράττω (Α)
(αττ. τ.) βλ. θράσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θράσσω].

Greek Monotonic

θράττω: Αττ. αντί θράσσω.