Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
θράττω: Ἀττ. ἀντὶ θράσσω.
att. p. θράσσω.
θράττω (Α)
(αττ. τ.) βλ. θράσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θράσσω].
θράττω: Αττ. αντί θράσσω.