προσώπατα

Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. πρόσωπον.

Greek (Liddell-Scott)

προσώπατα: τά, ἀρχ. Ἐπικ. πληθ. τοῦ πρόσωπον, ὃ ἴδε, οὕτω καὶ ἐν τῇ καθωμιλημένῃ.

French (Bailly abrégé)

plur. épq. de πρόσωπον.

Greek Monolingual

τα, ΝΑ
βλ. πρόσωπο.

Greek Monotonic

προσώπατα: τά, αρχ. Επικ. πληθ. της λέξης πρόσωπον.