A v. πρόσωπον.
προσώπατα: τά, ἀρχ. Ἐπικ. πληθ. τοῦ πρόσωπον, ὃ ἴδε, οὕτω καὶ ἐν τῇ καθωμιλημένῃ.
plur. épq. de πρόσωπον.
τα, ΝΑβλ. πρόσωπο.
προσώπατα: τά, αρχ. Επικ. πληθ. της λέξης πρόσωπον.