ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.
ἐμπλήμενος: Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του ἐμπίπλημι.