Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἰήσιμος: ἴησις, Ἰων. ἀντί ἰάσιμος, ἴασις.
ἰήσιμος, -ον (Α)ιων. τ. βλ. ιάσιμος.
ἰήσιμος: ἴησις, Ιων. αντί ἰάσιμος, ἴασις.