ἀποστιλβόω

Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A make to shine, κύπελλον AP7.339.

German (Pape)

[Seite 327] erglänzen lassen, κύπελλον Ep. ad. · 79 (VII, 339).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστιλβόω: κάμνω τι στιλπόν, Ἀνθ. Π. 7. 339, Ρήτορες (Walz) 1. 640.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre brillant.
Étymologie: ἀπό, στιλβόω.

Spanish (DGE)

hacer brillar κύπελλον AP 7.339.

Greek Monotonic

ἀποστιλβόω: κάνω κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει, να γυαλίζει, σε Ανθ.