δείδεκτο

Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

δειδέχαται, δειδέχατο,

   A v. δειδίσκομαι;

Greek (Liddell-Scott)

δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d’un impf., de δείκνυμι.

English (Autenrieth)

see δείκνῦμι.

Spanish (DGE)

v. δειδίσκομαι.

Greek Monotonic

δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.