πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter
γυμνῑτεύω: ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶνε γυμνητεύω.
1 être nu;2 être dépouillé ou dépourvu de, gén.;3 être armé à la légère.Étymologie: γυμνής.
γυμνῑτεύω: = γυμνητεύω, σε Καινή Διαθήκη