γυμνιτεύω

From LSJ
Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek (Liddell-Scott)

γυμνῑτεύω: ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶνε γυμνητεύω.

French (Bailly abrégé)

1 être nu;
2 être dépouillé ou dépourvu de, gén.;
3 être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.

Greek Monotonic

γυμνῑτεύω: = γυμνητεύω, σε Καινή Διαθήκη