A = εἴητε, 2pl. pres. opt. of εἰμί (sum), Od.21.195.
German (Pape)
[Seite 748] = εἴητε.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ pl. prés. opt. de εἰμί.
English (Autenrieth)
= εἴητε, see εἰ<<><>>μί.
Greek Monotonic
εἶτε: αντί εἴητε, βʹ πληθ. ενεστ. ευκτ. του εἰμί (sum).