Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
v. τρέφω.
ἐθρέφθην: Παθ. αορ. αʹ του τρέφω, Ενεργ. αορ. αʹ ἔθρεψα.