ἐλλισάμην

Revision as of 22:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. λίσσομαι. ἐλλῐτάνευε, v. λιτανεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλῐσάμην: ἴδε λίσσομαι.

English (Autenrieth)

see λίσσομαι.

Greek Monotonic

ἐλλῐσάμην: Επικ. αντί ἐλισάμην, αόρ. αʹ του λίσσομαι.