θεόσυτος

Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A sent by the gods, θ. ἢ βρότειος; A.Pr.116; νόσος ib. 596 (lyr.):—also θεόσσυτος χειμών ib.643.

Greek (Liddell-Scott)

θεόσῠτος: -ον, θεόπεμπτος, θ. ἢ βρότειος (πρβλ. θέορτος) Αἰσχύλ. Πρ. 116˙ νόσος αὐτόθι 596˙ ποιητ. θεόσσυτος χειμὼν αὐτόθι 643.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envoyé par les dieux.
Étymologie: θεός, σεύομαι.

Greek Monolingual

θεόσυτος, -ον (Α)
βλ. θεόσσυτος.

Greek Monotonic

θεόσῠτος: -ον (σεύω), σταλμένος από το θεό, θεόπεμπτος, σε Αισχύλ.