θεόσσυτος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
v. θεόσυτος.
German (Pape)
[Seite 1198] = θέορτος; χειμών Aesch. Prom. 843; θεόσυτος, 116. 596, wie Nonn.
French (Bailly abrégé)
v. θεόσυτος.
Russian (Dvoretsky)
θεόσσῠτος: Aesch. = θεόσυτος.
Greek (Liddell-Scott)
θεόσσῠτος: ποιητ. ἀντὶ θεόσυτος.
Greek Monolingual
θεόσσυτος και θεόσυτος, -ον (Α)
ο θεόσταλτος («θεόσσυτον χειμῶνα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -(σ)συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. ανάσσυτος, επίσσυτος].
Greek Monotonic
θεόσσῠτος: ποιητ. αντί θεό-συτος.
Middle Liddell
poet. for θεόσυτος.]