θεραπηΐη

Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ, Ion. for θεραπεία (q.v.):—also θεραπηΐας: βωμολοχίας, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1200] ἡ, ion., = θεραπεία, Dienerschaft, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπηΐη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ θεραπεία, Ἡρόδ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. θεραπεία.

Greek Monotonic

θερᾰπηΐη: ἡ, Ιων. αντί θεραπεία.