κάρη

Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 1327] τό, ion. u. ep. = κάρα, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ion. et épq. c. κάρα.

English (Autenrieth)

(Att. κάρᾶ), gen. κάρητος, καρήατος, κρᾶτός, κράατος, dat. similarly, acc. κάρη, κρᾶτα, pl. καρήατα, κρᾶτα, κράατα, dat. κρᾶσί, κράτεσφι: head, of men or animals; also of a poppy, mountain-peaks, the head of a harbor, Il. 8.306, Il. 20.5, Od. 9.140. For κρῆθεν, see κατάκρηθεν.

Greek Monolingual

κάρη, τὸ (Α)
ιων. τ. του λ. κάρα (II).

Greek Monotonic

κάρη: τό, Ιων. αντί κάρα, το κεφάλι.