καταστατέον

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A one must appoint, ἄρχοντα, ταξιάρχους, Pl.R.414a, X.Cyr.8.1.10.    2 one must lay down, define, A.D.Synt.238.26; κ. πῶς . . Id.Adv.135.21.    3 Gramm., one must construct, Did. in D.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

καταστᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ καθιστάναι, πρέπει τις νὰ καταστήσῃ, νὰ διορίσῃ ἢ ἐγκαταστήσῃ, ἄρχοντα, ταξιάρχους Πλάτ. Πολ. 414Α, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 10, κτλ.

Greek Monotonic

καταστᾰτέον: ρημ. επίθ. του καθίστημι, αυτό που πρέπει να καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.