καταστατέον
English (LSJ)
A one must appoint, ἄρχοντα, ταξιάρχους, Pl.R. 414a, X.Cyr.8.1.10.
2 one must lay down, define, A.D.Synt.238.26; κ. πῶς… Id.Adv.135.21.
3 Gramm., one must construct, Did. in D.7.2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταστατέον, adj. verb. van καθίστημι, men moet aanstellen.
German (Pape)
adj. verb. zu καθίστημι, man muß einsetzen, ἄρχοντα Plat. Rep. II.414a, ταξιάρχους Xen. Cyr. 8.1.10, Sp.
Russian (Dvoretsky)
καταστᾰτέον: adj. verb. к καθίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
καταστᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ καθιστάναι, πρέπει τις νὰ καταστήσῃ, νὰ διορίσῃ ἢ ἐγκαταστήσῃ, ἄρχοντα, ταξιάρχους Πλάτ. Πολ. 414Α, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 10, κτλ.
Greek Monotonic
καταστᾰτέον: ρημ. επίθ. του καθίστημι, αυτό που πρέπει να καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.