κρυψίνοος

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, contr. κρυψί-νους, ουν,

   A hiding one's thoughts, dissembling, X.Cyr.1.6.27, Gal.8.362, D.C.67.1, Eun.Hist.p.254 D.; opp. παρρησιαζόμενος X. Ages.11.5. Adv. -νως Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 1517] zsgzgn -νους, seine Gedanken verbergend, von heimlicher, versteckter Sinnesart, Xen. Cyr. 1, 6, 19 Ages. 11, 5 u. Sp. – Adv., Poll. 4, 51, κρυψίνως.

Greek (Liddell-Scott)

κρυψίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἀποκρύπτων τοὺς στοχασμούς του, ὁ ὑποκρινόμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27., 8. 2, 1· ἀντίθ. τῷ παρρησιαζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 5. Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Δ΄, 51.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui cache sa pensée, dissimulé.
Étymologie: κρύπτω, νόος.

Greek Monotonic

κρυψίνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις του, που υποκρίνεται, προσποιείται, σε Ξεν.