Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Menander, Monostichoi, 59Greek (Liddell-Scott)
λῇ: λῇς, κτλ.· ἴδε ἐν λ. λάω Β.
French (Bailly abrégé)
v. *λάω.
Greek Monotonic
λῇ: γʹ ενικ. του λάω (Β).