Ion. acc. pl. from ναῦς.
νέας: Ἰων. αἰτ. πληθ. τοῦ ναῦς.
acc. pl. ion. et épq. de ναῦς;acc. pl. f. de νέος.
νέας: Ιων. αιτ. πληθ. του ναῦς.