ναύφαρκτος

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. ναύφρακτος.

Greek (Liddell-Scott)

ναύφαρκτος: ἴδε ναύφρακτος.

Greek Monolingual

ναύφαρκτος, -ον (Α)
βλ. ναύφρακτος.

Greek Monotonic

ναύφαρκτος: βλ. ναύφρακτος.