ναύφαρκτος

English (LSJ)

v. ναύφρακτος.

Russian (Dvoretsky)

ναύφαρκτος: v.l. = ναύφρακτος.

Greek (Liddell-Scott)

ναύφαρκτος: ἴδε ναύφρακτος.

Greek Monolingual

ναύφαρκτος, -ον (Α)
βλ. ναύφρακτος.

Greek Monotonic

ναύφαρκτος: βλ. ναύφρακτος.