οἰνοβαρέω

Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être alourdi par le vin.
Étymologie: οἰνοβαρής.

Greek Monotonic

οἰνοβᾰρέω: με βαραίνει το κρασί που ήπια, είμαι μεθυσμένος, σε Θέογν.