οἰνοβαρής

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοβᾰρής Medium diacritics: οἰνοβαρής Low diacritics: οινοβαρής Capitals: ΟΙΝΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: oinobarḗs Transliteration B: oinobarēs Transliteration C: oinovaris Beta Code: oi)nobarh/s

English (LSJ)

οἰνοβαρές, heavy with wine, Il.1.225,AP7.24 (Simon.), etc.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
alourdi par le vin.
Étymologie: οἶνος, βαρύς.

German (Pape)

ές, schwer von Wein, weinberauscht; Il. 1.225; Anakreon, Simonds. 48 (VII.24); Kentauren, Ep.adesp. 285 (Plan. 98); auch Luc. fugit. 30.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοβᾰρής: отяжелевший от вина, т. е. опьяненный вином, пьяный Hom., Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοβᾰρής: -ές, βεβαρημένος ἐξ οἴνου, Λατ. vino gravis, Ἰλ. Α. 225, Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 24, κτλ.

English (Autenrieth)

voc. -ές=foregoing, ‘wine-bibber,’ Il. 1.225†.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰνοβαρής, -ές)
αυτός που έχει πιει πολύ κρασί, μεθυσμένος, πιωμένος («πρῶτον αὐτὸν οἰνοβαρῆ προσείρηκεν, ὡς μάλιστα τῶν νοσημάτων τὴν οἰνοφλυγίαν προβαλλόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βαρής (< βάρος), πρβλ. φλοιοβαρής].

Greek Monotonic

οἰνοβᾰρής: -ές (βαρύς), βαρύς από το κρασί, μεθυσμένος, Λατ. vino gravis, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Middle Liddell

οἰνο-βᾰρής, ές βαρύς
heavy with wine, Lat. vino gravis, Il., Anth.

Mantoulidis Etymological

(=πιωμένος, μεθυσμένος). Ἀπό τό οἶνος + βαρύς. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη οἶνος.