πανελεύθερος

Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A entirely free, APl.5.338, IG14.400 (Lipara).

German (Pape)

[Seite 459] ganz frei, γενέθλη, Ep. in athl. stat. 9 (Plan. 338).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνελεύθερος: -ον, ὁ παντελῶς ἐλεύθερος, Ἀνθ. Πλαν. 338, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
complètement libre.
Étymologie: πᾶς, ἐλεύθερος.

Greek Monolingual

-ον, Α
τελείως ελεύθερος, ελεύθερος από κάθε άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐλεύθερος.

Greek Monotonic

πᾰνελεύθερος: -ον, εντελώς ελεύθερος, σε Ανθ.